ξεϊδρώνω

ξεϊδρώνω
και ξιδρώνω
1. παύω να ιδρώνω, παύω να είμαι ιδρωμένος
2. αναπαύομαι και στεγνώνω από τον ιδρώτα ύστερα από έντονη σωματική προσπάθεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ξεϊδρώνω — ξεϊδρώνω, ξεΐδρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεϊδρώνω — ξεΐδρωσα, ξεϊδρωμένος, παύω να είμαι ιδρωμένος: Δύσκολα ξεϊδρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεΐδρωμα — το το αποτέλεσμα τού ξεϊδρώνω, το σταμάτημα τής εφίδρωσης …   Dictionary of Greek

  • ξιδρώνω — βλ. ξεϊδρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”